I sometimes think my vision of the sea is the clearest thing I own. I pick it up, exile that I am, like the purple “lucky stones” I used to collect with a white ring all the way round, or the shell of a blue mussel with its rainbowy angel’s fingernail interior; and in one wash of memory the colors deepen and gleam, the early world draws breath.
From Sylvia Plath’s poem Ocean 1212 W.
Καμιά φορά σκέφτομαι πως η εικόνα που έχω για τη θάλασσα είναι το πιο ξεκάθαρο πράγμα που κατέχω. Την κουβαλάω μαζί μου, στην εξορία που βρίσκομαι, σαν τις πορφυρές “τυχερές πέτρες” που συνέλεγα με ένα λευκό δαχτυλίδι γύρω γύρω, ή το όστρακο από ένα μπλε μύδι με το εσωτερικό του σαν ουράνιο τόξο, σαν το νύχι ενός αγγέλου. Και με μία κίνηση της μνήμης τα χρώματα βαθαίνουν και γυαλίζουν, ο πρώτος κόσμος αναπνέει ξανά.
Από το ποίημα της Sylvia Plath Ωκεανός 1212 W, μετάφραση Μυρσίνη Γκανά.

























